- κοκκομετρία
- η1. (εδαφολ.) προσδιορισμός, σε ποσοστό επί τοις εκατό, τών στοιχειωδών σωματιδίων τού εδάφους μετά την αποικοδόμηση τών συσσωμάτων τους2. (πετρογρ.) μελέτη τής κατανομής τών στοιχειωδών τεμαχιδίων ενός ιζηματογενούς πετρώματος ανάλογα με το μέγεθός τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. granulometrie. Η λ. είναι απόδοση ως προς το θέμα της (granul(o)- < granule «κόκκος») και αντιδάνεια ως προς το β' συνθετικό της (-metrie < -μετρία < -μετρης < μετρῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.